αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αραιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μτβ. 1. κάνω αραιό κάτι που είναι πυκνό: Να την αραιώσεις λίγο τη σούπα. 2. μεγαλώνω την απόσταση που χωρίζει ομοειδή πράγματα: Αραίωσε ακόμη τα καθίσματα. 3. λιγοστεύω, χαλαρώνω κάποια σχέση: Θα αραιώσω ακόμη περισσότερο τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
αραιώνομαι — αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek
αναριάζω — [ανάρια] αραιώνω, αναριεύω … Dictionary of Greek
αναριώνω — κάνω κάτι ανάριο, αραιό, αραιώνω … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
διαγραίνω — [γραίνω] αραιώνω τα έρια με τα δάχτυλα για να διευκολυνθεί η ξάνση … Dictionary of Greek
εξαραιώ — (Α ἐξαραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του, αραιώνω … Dictionary of Greek